μολυβδούχος

μολυβδούχος
-ο, θηλ. και -α
αυτός που περιέχει μόλυβδο («μολυβδούχο μετάλλευμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -οῦχος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1842 στον Ξαυέριο Λάνδερερ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • -ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… …   Dictionary of Greek

  • μόλυβδος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Pb· ανήκει στην τέταρτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην πρώτη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 82, ατομικό βάρος 207,21 και τέσσερα σταθερά ισότοπα, ένα από τα οποία, το Pb206, είναι το τελικό προϊόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”